ζημία

ζημία
ζημία, ας, ἡ (Epicharm. 148 [Doric ζαμία]; Soph., Hdt.+; loanw. in rabb. In Hdt., Thu. et al. usu. ‘punishment’) in our lit. only having to do with suffering the loss of someth., with implication of sustaining hardship or suffering, damage, disadvantage, loss, forfeit (Philo, Somn. 1, 124 al.; Jos., Ant. 4, 211) Hs 6, 3, 4. μετὰ πολλῆς ζ. τινός with heavy loss of someth. Ac 27:10; κερδῆσαι τὴν ζ. avoid, save oneself damage vs. 21. ἡγοῦμαί τι ζημίαν I consider someth. (a) loss (X., Mem. 2, 4, 3; cp. 2, 3, 2; Epict. 2, 10, 15; 3, 26, 25 [opp. κέρδος, as Lysias 7, 12; Pla., Leg. 835b al.]) Phil 3:8; cp. vs. 7.—B. 809. DELG. M-M. TW. Spicq. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζημιά — ζημιά, η και ζημία, η 1. απώλεια αγαθών, βλάβη: Έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά (υλική ή ηθική). 2. στην οικονομία ως έννοια αντίθετη του κέρδους: Πουλώ με ζημία 10% …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζημία — ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc/acc dual ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • ζημίᾳ — ζημίαι , ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημίας — ζημίᾱς , ζημία loss fem acc pl ζημίᾱς , ζημία loss fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… …   Dictionary of Greek

  • ζημίαι — ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημίαν — ζημίᾱν , ζημία loss fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημιῶν — ζημία loss fem gen pl ζημιάζω damno fut part act masc voc sg ζημιάζω damno fut part act neut nom/voc/acc sg ζημιάζω damno fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ζημιόω cause loss pres part act masc voc sg (doric aeolic) ζημιόω cause loss… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημίαιν — ζημία loss fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζημίαις — ζημία loss fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”